- ὀμοτικός
- ὀμο-τικός, ή, όν,A of or for swearing,
σχῆμα Longin.16.2
;ἐπίφθεγμα A.D.Synt.52.27
: neut. -κόν, τό, as Subst., oath, Stoic.2.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχῆμα Longin.16.2
;ἐπίφθεγμα A.D.Synt.52.27
: neut. -κόν, τό, as Subst., oath, Stoic.2.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοτικός — ὀμοτικός, ή, όν (Α) [ομότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στον όρκο, σχετικός με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀμοτικόν όρκος … Dictionary of Greek
ὀμοτικά — ὀμοτικός of neut nom/voc/acc pl ὀμοτικά̱ , ὀμοτικός of fem nom/voc/acc dual ὀμοτικά̱ , ὀμοτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικόν — ὀμοτικός of masc acc sg ὀμοτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικοῖς — ὀμοτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικοῦ — ὀμοτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμοτικήν — ὀμοτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομοτικόν — κατομοτικόν, τὸ (Α) ένορκη βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμοτικός (< ὀμότης «αυτός που ορκίζεται»] … Dictionary of Greek